δισυπόστατος

δισυπόστατος
η , ο [ος , ον ]
1) существующий в двух разных формах; 2) см. διφυής

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "δισυπόστατος" в других словарях:

  • δισυπόστατος — η, ο (Μ δισυπόστατος, ον) 1. αυτός που έχει δύο υποστάσεις, διφυής 2. το ουδ. ως ουσ. το δισυπόστατο η ιδιότητα τού δισυπόστατου νεοελλ. το δισυπόστατο το εκτόπλασμα …   Dictionary of Greek

  • δισυπόστατος — η, ο αυτός που έχει δύο υποστάσεις, δύο φύσεις, διφυής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σηκός — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού ναού όπου τοποθετούσαν το άγαλμα του θεού. Λέγεται επίσης και το κοίλωμα τοίχου για την τοποθέτηση αγάλματος. Με τον όρο σ. εξυπονοείται και ο κυρίως ναός. Στους αρχαίους ναούς ο σ. χωριζόταν σε δύο μέρη… …   Dictionary of Greek

  • διφυής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς αυτός που έχει δύο μορφές, δύο φύσεις, δισυπόστατος: Ο θεός Παν ήταν διφυές ον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»